Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βέβασαν
βεβασανισμένως
βέβασις
βέβηλος
βεβηλόω
βεβήλωσις
βεβιασμένως
βέβλειν
βεβολήατο
βεβουλευμένως
βεβράδα
βεβρός
βέβρυχε
βεβρώθοις
βεβυκῶσθαι
βεβυλλῶσθαι
βεβώς
βέδυ
βέη
βέθρον
βειέλοπες
View word page
βεβράδα
βεβράδα· ἀθερίνην, Hsch. βεβράξαντα· συντόνως κεκραγότα, Id. βέβρηκες· τὸ ἔνδον τῶν σιαγόνων μέρος, Id. βέβροξ· ἀγαθός, χρηστός, καλός, Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βεβράδα
Headword (normalized):
βεβράδα
Headword (normalized/stripped):
βεβραδα
IDX:
19742
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-19743
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βεβράδα·</span> <span class="foreign greek">ἀθερίνην</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">βεβράξαντα·</span> <span class="foreign greek">συντόνως κεκραγότα</span>, Id. <span class="orth greek">βέβρηκες·</span> <span class="foreign greek">τὸ ἔνδον τῶν σιαγόνων μέρος</span>, Id. <span class="orth greek">βέβροξ·</span> <span class="foreign greek">ἀγαθός, χρηστός, καλός</span>, Id.</div><br><br>'}