Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βεβάμεν
βεβαρηώς
βέβασαν
βεβασανισμένως
βέβασις
βέβηλος
βεβηλόω
βεβήλωσις
βεβιασμένως
βέβλειν
βεβολήατο
βεβουλευμένως
βεβράδα
βεβρός
βέβρυχε
βεβρώθοις
βεβυκῶσθαι
βεβυλλῶσθαι
βεβώς
βέδυ
βέη
View word page
βεβολήατο
βεβολήατο, βεβολημένος,
A). v. βάλλω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βεβολήατο
Headword (normalized):
βεβολήατο
Headword (normalized/stripped):
βεβοληατο
IDX:
19740
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-19741
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βεβολήατο</span>, <span class="orth greek">βεβολημένος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">βάλλω.</span> </div> </div><br><br>'}