Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βεβαίωσις
βεβαιωτέον
βεβαιωτήρ
βεβαιωτής
βεβαιωτικός
βεβαιώτρια
βεβάμεν
βεβαρηώς
βέβασαν
βεβασανισμένως
βέβασις
βέβηλος
βεβηλόω
βεβήλωσις
βεβιασμένως
βέβλειν
βεβολήατο
βεβουλευμένως
βεβράδα
βεβρός
βέβρυχε
View word page
βέβασις
βέβασις· τὸ εὐζόμενον, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βέβασις
Headword (normalized):
βέβασις
Headword (normalized/stripped):
βεβασις
IDX:
19734
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-19735
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βέβασις·</span> <span class="foreign greek">τὸ εὐζόμενον</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}