Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βεβαιόω
βεβαίωμα
βεβαίωσις
βεβαιωτέον
βεβαιωτήρ
βεβαιωτής
βεβαιωτικός
βεβαιώτρια
βεβάμεν
βεβαρηώς
βέβασαν
βεβασανισμένως
βέβασις
βέβηλος
βεβηλόω
βεβήλωσις
βεβιασμένως
βέβλειν
βεβολήατο
βεβουλευμένως
βεβράδα
View word page
βέβασαν
βέβᾰσαν,
A). v. βαίνω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βέβασαν
Headword (normalized):
βέβασαν
Headword (normalized/stripped):
βεβασαν
IDX:
19732
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-19733
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βέβᾰσαν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">βαίνω.</span> </div> </div><br><br>'}