Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βεβαιότης
βεβαιότροπος
βεβαιόω
βεβαίωμα
βεβαίωσις
βεβαιωτέον
βεβαιωτήρ
βεβαιωτής
βεβαιωτικός
βεβαιώτρια
βεβάμεν
βεβαρηώς
βέβασαν
βεβασανισμένως
βέβασις
βέβηλος
βεβηλόω
βεβήλωσις
βεβιασμένως
βέβλειν
βεβολήατο
View word page
βεβάμεν
βεβάμεν,
A). v. βαίνω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βεβάμεν
Headword (normalized):
βεβάμεν
Headword (normalized/stripped):
βεβαμεν
IDX:
19730
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-19731
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βεβάμεν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">βαίνω.</span> </div> </div><br><br>'}