Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
βέβαιος
βεβαιότης
βεβαιότροπος
βεβαιόω
βεβαίωμα
βεβαίωσις
βεβαιωτέον
βεβαιωτήρ
βεβαιωτής
βεβαιωτικός
βεβαιώτρια
βεβάμεν
βεβαρηώς
βέβασαν
βεβασανισμένως
βέβασις
βέβηλος
βεβηλόω
βεβήλωσις
βεβιασμένως
βέβλειν
View word page
βεβαιώτρια
βεβαι-ώτρια
,
ἡ
, fem. of
βεβαιωτής
, ib.
994 iii 7
(ii B. C.),
PStrassb.
88.29
(ii B. C.), etc.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
βεβαιώτρια
Headword (normalized):
βεβαιώτρια
Headword (normalized/stripped):
βεβαιωτρια
IDX:
19729
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-19730
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βεβαι-ώτρια</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, fem. of <span class="foreign greek">βεβαιωτής</span>, ib.<span class="bibl"> 994 iii 7 </span> (ii B. C.), <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PStrassb.</span> 88.29 </span> (ii B. C.), etc.</div><br><br>'}