Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βδέλυγμα
βδελυγμία
βδελυγμός
βδελυκτός
βδελύκτροπος
βδελυρεύομαι
βδελυρία
βδελυρός
βδελύσσομαι
βδελυχρός
βδέννυμαι
βδέσμα
βδεῦ
βδέω
βδόλος
βδύλλω
βέβαιος
βεβαιότης
βεβαιότροπος
βεβαιόω
βεβαίωμα
View word page
βδέννυμαι
βδέννυμαι· ἐκκενοῦμαι τὴν κοιλίαν, Suid.; βδένεσθαι (sic), Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βδέννυμαι
Headword (normalized):
βδέννυμαι
Headword (normalized/stripped):
βδεννυμαι
IDX:
19713
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-19714
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βδέννυμαι·</span> <span class="foreign greek">ἐκκενοῦμαι τὴν κοιλίαν</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span></span>; <span class="orth greek">βδένεσθαι</span> (sic), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}