Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
βδάλλω
βδαλοί
βδάλσις
βδαροί
βδέλλᾰ
βδελλάζεται
βδελλίζω
βδέλλιον
βδελλιστέον
βδελλολάρυγξ
βδέλλων
βδέλυγμα
βδελυγμία
βδελυγμός
βδελυκτός
βδελύκτροπος
βδελυρεύομαι
βδελυρία
βδελυρός
βδελύσσομαι
βδελυχρός
View word page
βδέλλων
βδέλλων·
τρέμων ἢ βδέων
,
Hsch.
; cf.
βδέλεσθαι·
κοιλιολυτεῖν
, Id.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
βδέλλων
Headword (normalized):
βδέλλων
Headword (normalized/stripped):
βδελλων
IDX:
19702
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-19703
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βδέλλων·</span> <span class="foreign greek">τρέμων ἢ βδέων</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>; cf. <span class="orth greek">βδέλεσθαι·</span> <span class="foreign greek">κοιλιολυτεῖν</span>, Id.</div><br><br>'}