Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
βάφιον
βάφις<ς>α
βάχθει
βάψιμος
βάψις
βάω
βδαλεύς
βδάλλω
βδαλοί
βδάλσις
βδαροί
βδέλλᾰ
βδελλάζεται
βδελλίζω
βδέλλιον
βδελλιστέον
βδελλολάρυγξ
βδέλλων
βδέλυγμα
βδελυγμία
βδελυγμός
View word page
βδαροί
βδαροί·
δρύες, δένδρα
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
βδαροί
Headword (normalized):
βδαροί
Headword (normalized/stripped):
βδαροι
IDX:
19695
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-19696
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βδαροί·</span> <span class="foreign greek">δρύες, δένδρα</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}