Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βαφή
βαφικός
βάφιον
βάφις<ς>α
βάχθει
βάψιμος
βάψις
βάω
βδαλεύς
βδάλλω
βδαλοί
βδάλσις
βδαροί
βδέλλᾰ
βδελλάζεται
βδελλίζω
βδέλλιον
βδελλιστέον
βδελλολάρυγξ
βδέλλων
βδέλυγμα
View word page
βδαλοί
βδαλοί· ῥαφίδες θαλάσσιαι, καὶ φλέβες κρισσώδεις, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βδαλοί
Headword (normalized):
βδαλοί
Headword (normalized/stripped):
βδαλοι
IDX:
19693
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-19694
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βδαλοί·</span> <span class="foreign greek">ῥαφίδες θαλάσσιαι, καὶ φλέβες κρισσώδεις</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}