βαφικός
βᾰφ-ικός, ή, όν,
A). fit for dyeing, κόκκος Eup. 1.37 ; βοτάνη Alex. 12 : -κή (sc. τέχνη), ἡ, art of dyeing, , 1.353 , 2.228b PRyl. 98.2 (ii A. D.).
II). βίβλοι βαφικαί, in Alchemy, books on gilding and silvering, ap. Syn.Alch. p.57 ; καῦσις β. Zos.Alch. p.208B.
III). βαφικόν, form of ἰνδικόν, . 5.92