Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
βατραχίσκοι
βατραχίτης
βατραχομυομαχία
βάτραχος
βάτταλος
βατταρίζω
βατταρισμός
βατταριστής
βάττικες
βαττολογέω
βαττολογία
βάττος
βατύλη
βατώδης
βαύ1
βαῦ2
βαυβαλίζω
βαυβάω
βαύβυκες
βαυβώ
βαυβών
View word page
βαττολογία
βαττο-λογία·
ἀργολογία, ἀκαιρολογία,
Hsch.
(
βατο-
cod.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
βαττολογία
Headword (normalized):
βαττολογία
Headword (normalized/stripped):
βαττολογια
IDX:
19648
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-19649
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βαττο-λογία·</span> <span class="foreign greek">ἀργολογία, ἀκαιρολογία,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (<span class="foreign greek">βατο-</span> cod.).</div><br><br>'}