Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βατραχιοῦν
βατραχίς
βατραχίσκοι
βατραχίτης
βατραχομυομαχία
βάτραχος
βάτταλος
βατταρίζω
βατταρισμός
βατταριστής
βάττικες
βαττολογέω
βαττολογία
βάττος
βατύλη
βατώδης
βαύ1
βαῦ2
βαυβαλίζω
βαυβάω
βαύβυκες
View word page
βάττικες
βάττικες· γυναῖκες ( Boeot.), Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βάττικες
Headword (normalized):
βάττικες
Headword (normalized/stripped):
βαττικες
IDX:
19646
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-19647
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βάττικες·</span> <span class="foreign greek">γυναῖκες</span> ( Boeot.), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}