Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βατράχειος
βατραχίδιον
βατραχίζω
βατράχιον
βατραχιοῦν
βατραχίς
βατραχίσκοι
βατραχίτης
βατραχομυομαχία
βάτραχος
βάτταλος
βατταρίζω
βατταρισμός
βατταριστής
βάττικες
βαττολογέω
βαττολογία
βάττος
βατύλη
βατώδης
βαύ1
View word page
βάτταλος
βάτταλος, ,
A). v. βάταλος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βάτταλος
Headword (normalized):
βάτταλος
Headword (normalized/stripped):
βατταλος
IDX:
19642
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-19643
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βάτταλος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">βάταλος.</span> </div> </div><br><br>'}