Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βάτος
βάτοϲ
βατός
βατράχειος
βατραχίδιον
βατραχίζω
βατράχιον
βατραχιοῦν
βατραχίς
βατραχίσκοι
βατραχίτης
βατραχομυομαχία
βάτραχος
βάτταλος
βατταρίζω
βατταρισμός
βατταριστής
βάττικες
βαττολογέω
βαττολογία
βάττος
View word page
βατραχίτης
βᾰτραχ-ίτης λίθος,
A). a frog-green stone, Plin. 37.149 .


ShortDef

a frog-green

Debugging

Headword:
βατραχίτης
Headword (normalized):
βατραχίτης
Headword (normalized/stripped):
βατραχιτης
IDX:
19639
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-19640
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βᾰτραχ-ίτης</span> <span class="foreign greek">λίθος, </span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">a frog-green</span> stone, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plin.</span> 37.149 </span>.</div> </div><br><br>'}