Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βατίς
βάτνος
βατοδρόπος
βατόεις
βάτον
βάτος
βάτος
βάτοϲ
βατός
βατράχειος
βατραχίδιον
βατραχίζω
βατράχιον
βατραχιοῦν
βατραχίς
βατραχίσκοι
βατραχίτης
βατραχομυομαχία
βάτραχος
βάτταλος
βατταρίζω
View word page
βατραχίδιον
βᾰτραχ-ίδιον, τό, Dim. of βάτραχος, Plu. Nob. 21 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βατραχίδιον
Headword (normalized):
βατραχίδιον
Headword (normalized/stripped):
βατραχιδιον
IDX:
19633
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-19634
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βᾰτραχ-ίδιον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, Dim. of <span class="foreign greek">βάτραχος,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Nob.</span> 21 </span>.</div><br><br>'}