Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βατηρία
βατήριον
βατηρίς
βατῆρος
βάτης
βατιάκη
βατιδοσκόπος
βάτινον
βάτιον
βατίς
βάτνος
βατοδρόπος
βατόεις
βάτον
βάτος
βάτος
βάτοϲ
βατός
βατράχειος
βατραχίδιον
βατραχίζω
View word page
βάτνος
βάτνος· αὐλός (Messen.), Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βάτνος
Headword (normalized):
βάτνος
Headword (normalized/stripped):
βατνος
IDX:
19624
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-19625
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βάτνος·</span> <span class="foreign greek">αὐλός</span> (Messen.), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}