Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βάτας
βᾶτε
βατεία
βάτελλα
βατεύω
βατέω
βατήρ
βατηρία
βατήριον
βατηρίς
βατῆρος
βάτης
βατιάκη
βατιδοσκόπος
βάτινον
βάτιον
βατίς
βάτνος
βατοδρόπος
βατόεις
βάτον
View word page
βατῆρος
βᾰτ-ῆρος· ἐξ ἐχίνου σφάκελος, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βατῆρος
Headword (normalized):
βατῆρος
Headword (normalized/stripped):
βατηρος
IDX:
19617
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-19618
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βᾰτ-ῆρος·</span> <span class="foreign greek">ἐξ ἐχίνου σφάκελος,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}