Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀθέριστος
ἀθέρμαντος
ἄθερμος
ἀθερολόγιον
ἀθερώδης
ἀθέρωμα
ἀθεσία
ἀθεσμία
ἀθέσμιος
ἀθεσμόβιος
ἀθεσμόλεκτρος
ἄθεσμος
ἀθεσμοφάγος
ἄθεστος
ἀθέσφατος
ἀθετέω
ἀθέτημα
ἀθετήσιμος
ἀθέτησις
ἀθετητέον
ἀθέτητος
View word page
ἀθεσμόλεκτρος
ἀθεσμό-λεκτρος, ον,
A). joined in lawless love, Lyc. 1143 .


ShortDef

joined in lawless love

Debugging

Headword:
ἀθεσμόλεκτρος
Headword (normalized):
ἀθεσμόλεκτρος
Headword (normalized/stripped):
αθεσμολεκτρος
IDX:
1960
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-1961
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀθεσμό-λεκτρος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">joined in lawless love</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Lyc.</span> 1143 </span>.</div> </div><br><br>'}