Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
βᾶσσα
βασσάρα
βασσαρεύς
βασσαρέω
βασσαρικός
βασσάριον
βασσαρίς
βάσσαρος
βάσσος
βάσσων
βαστά
βασταγάριος
βασταγή
βαστάγιον
βάσταγμα
βαστάζω
βάστακες
βαστακτέον
βαστακτής
βαστακτικός
βαστακτός
View word page
βαστά
βαστά·
ὑποδήματα
(Ital.),
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
βαστά
Headword (normalized):
βαστά
Headword (normalized/stripped):
βαστα
IDX:
19589
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-19590
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βαστά·</span> <span class="foreign greek">ὑποδήματα</span> (Ital.), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}