Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βασιλικός
βασιλιναῦ
βασιλίνδα
βασίλιννα
βασιλίς
βασιλίσκος
βασίλισσα
βασιλισταί
βάσιμος
βάσις
βάσκα
βασκαίνω
βασκανία
βασκάνιον
βάσκανος
βασκαντικός
βασκαρίζειν
βασκάς
βασκαύλης
βάσκειν
βασκευταί
View word page
βάσκα
βάσκα· μακέλη, Hsch.; cf. μάσκη.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βάσκα
Headword (normalized):
βάσκα
Headword (normalized/stripped):
βασκα
IDX:
19564
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-19565
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βάσκα·</span> <span class="foreign greek">μακέλη,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>; cf. <span class="foreign greek">μάσκη.</span> </div><br><br>'}