Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀθεράπευτος
ἀθερηίς
ἀθερής
ἀθερίζω
ἀθερίνη
ἀθέριστος
ἀθέρμαντος
ἄθερμος
ἀθερολόγιον
ἀθερώδης
ἀθέρωμα
ἀθεσία
ἀθεσμία
ἀθέσμιος
ἀθεσμόβιος
ἀθεσμόλεκτρος
ἄθεσμος
ἀθεσμοφάγος
ἄθεστος
ἀθέσφατος
ἀθετέω
View word page
ἀθέρωμα
ἀθέρωμα, τό,
A). v. ἀθηρ- .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀθέρωμα
Headword (normalized):
ἀθέρωμα
Headword (normalized/stripped):
αθερωμα
IDX:
1955
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-1956
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀθέρωμα</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἀθηρ-</span> .</div> </div><br><br>'}