Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βασανίζω
βασανισμός
βασανιστέος
βασανιστήριον
βασανιστήριος
βασανιστής
βασανιστικός
βασανίτης
βάσανος
βασείδιον
βασίαρξ
βασίλεια1
βασιλεία2
βασιλειάω
βασιλείδης
βασιλείδιον
βασίλειον
βασίλειος
βασιλεύς
βασιλευτός
βασιλεύτωρ
View word page
βασίαρξ
βασίαρξ, dub. in BGU 630i22 (ii A. D.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βασίαρξ
Headword (normalized):
βασίαρξ
Headword (normalized/stripped):
βασιαρξ
IDX:
19538
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-19539
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βασίαρξ</span>, dub. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">BGU</span> 630i22 </span> (ii A. D.).</div><br><br>'}