Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βασανηδόν
βασανίζω
βασανισμός
βασανιστέος
βασανιστήριον
βασανιστήριος
βασανιστής
βασανιστικός
βασανίτης
βάσανος
βασείδιον
βασίαρξ
βασίλεια1
βασιλεία2
βασιλειάω
βασιλείδης
βασιλείδιον
βασίλειον
βασίλειος
βασιλεύς
βασιλευτός
View word page
βασείδιον
βᾰσείδιον, τό, Dim. of βάσις, BGU 781iii6 (i A. D.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βασείδιον
Headword (normalized):
βασείδιον
Headword (normalized/stripped):
βασειδιον
IDX:
19537
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-19538
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βᾰσείδιον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, Dim. of <span class="foreign greek">βάσις,</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">BGU</span> 781iii6 </span> (i A. D.).</div><br><br>'}