Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βασαναστραγάλη
βασανεύω
βασανηδόν
βασανίζω
βασανισμός
βασανιστέος
βασανιστήριον
βασανιστήριος
βασανιστής
βασανιστικός
βασανίτης
βάσανος
βασείδιον
βασίαρξ
βασίλεια1
βασιλεία2
βασιλειάω
βασιλείδης
βασιλείδιον
βασίλειον
βασίλειος
View word page
βασανίτης
βᾰσᾰν-ίτης λίθος, = sq., Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βασανίτης
Headword (normalized):
βασανίτης
Headword (normalized/stripped):
βασανιτης
IDX:
19535
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-19536
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βᾰσᾰν-ίτης</span> <span class="foreign greek">λίθος,</span> = sq., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}