Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βαρυπρεπής
βαρύπυκνος
βαρυρρήμων
βαρύς
βαρυσαρκος
βαρυσίδηρος
βαρυσκελής
βαρυσκίπων
βαρυσμάραγος
βαρύσπλαγχνος
βαρυσταθμέω
βαρύσταθμος
βαρυστένακτος
βαρυστενάχων
βαρύστομος
βαρύστονος
βαρυσύμφορος
βαρυσφάραγος
βαρύσωμος
βαρυτάλαντος
βαρυταρβής
View word page
βαρυσταθμέω
βᾰρῠ-σταθμέω,
A). weigh heavy, Ps.- Dsc. 1.26 .


ShortDef

weigh heavy

Debugging

Headword:
βαρυσταθμέω
Headword (normalized):
βαρυσταθμέω
Headword (normalized/stripped):
βαρυσταθμεω
IDX:
19484
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-19485
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βᾰρῠ-σταθμέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">weigh heavy,</span> Ps.-<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 1.26 </span>.</div> </div><br><br>'}