Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βαρύμισθος
βαρύμοχθος
βαρυμωροκάρδιος
βάρυνσις
βαρυντέον
βαρυντικός
βαρύνω
βαρύνωτος
βαρυοδμία
βαρύοδμος
βαρύοζος
βαρυολκός
βαρυόπας
βαρυόργητος
βαρύοσμος
βαρυπαθέω
βαρυπάλαμος
βαρυπένθεια
βαρυπενθής
βαρυπένθητος
βαρυπεσής
View word page
βαρύοζος
βᾰρύ-οζος, ον,(ὄζω) = foreg., Dsc. 5 . 106 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βαρύοζος
Headword (normalized):
βαρύοζος
Headword (normalized/stripped):
βαρυοζος
IDX:
19456
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-19457
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βᾰρύ-οζος</span>, <span class="itype greek">ον</span>,(<span class="etym greek">ὄζω</span>) = foreg., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 5 </span>. <span class="bibl"> 106 </span>.</div><br><br>'}