Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βαρυδάνιν
βαρύδεσμος
βαρύδικος
βαρύδιον
βαρυδότειρα
βαρύδουπος
βαρυδρόμου
βαρυεγκέφαλος
βαρυεργέω
βαρυεργής
βαρύες
βαρύζηλος
βαρυηκοέω
βαρυηκοΐα
βαρυήκοος
βαρυηχής
βαρύηχος
βαρύθροος
βαρυθυμέω
βαρυθυμία
βαρύθυμος
View word page
βαρύες
βαρύες· δένδρα, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βαρύες
Headword (normalized):
βαρύες
Headword (normalized/stripped):
βαρυες
IDX:
19417
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-19418
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βαρύες·</span> <span class="foreign greek">δένδρα,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}