Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βαρυδαιμονία
βαρυδαίμων
βαρυδάκρυος
βαρύδακρυς
βαρυδάνιν
βαρύδεσμος
βαρύδικος
βαρύδιον
βαρυδότειρα
βαρύδουπος
βαρυδρόμου
βαρυεγκέφαλος
βαρυεργέω
βαρυεργής
βαρύες
βαρύζηλος
βαρυηκοέω
βαρυηκοΐα
βαρυήκοος
βαρυηχής
βαρύηχος
View word page
βαρυδρόμου
βᾰρῠ-δρόμου· μεγαλοφώνου, Hsch. (fort. βαρυβρ-).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βαρυδρόμου
Headword (normalized):
βαρυδρόμου
Headword (normalized/stripped):
βαρυδρομου
IDX:
19413
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-19414
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βᾰρῠ-δρόμου·</span> <span class="foreign greek">μεγαλοφώνου,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (fort. <span class="foreign greek">βαρυβρ-</span>).</div><br><br>'}