Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
βαρύγδουπος
βαρυγέτας
βαρύγλωσσος
βαρύγουνος
βαρύγυιος
βαρυδαιμονέω
βαρυδαιμονία
βαρυδαίμων
βαρυδάκρυος
βαρύδακρυς
βαρυδάνιν
βαρύδεσμος
βαρύδικος
βαρύδιον
βαρυδότειρα
βαρύδουπος
βαρυδρόμου
βαρυεγκέφαλος
βαρυεργέω
βαρυεργής
βαρύες
View word page
βαρυδάνιν
βαρυδάνιν
,
βαρύδαν
(leg.
βαρίβαν ἢ βαριβάν
)
· τὸν ναυσιβάτην,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
βαρυδάνιν
Headword (normalized):
βαρυδάνιν
Headword (normalized/stripped):
βαρυδανιν
IDX:
19407
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-19408
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βαρυδάνιν</span>, <span class="orth greek">βαρύδαν</span> (leg. <span class="foreign greek">βαρίβαν ἢ βαριβάν</span>)<span class="foreign greek">· τὸν ναυσιβάτην,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}