Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βάρνακα
βάρναμαι
βάρος
βᾶρος
βαρουλκός
βάρπυργος
βαρύ
βαρυαής
βαρυαλγής
βαρυάλγητος
βαρύαρον
βαρυαχής
βαρυαχθής
βαρυβάμων
βαρυβόας
βαρυβρεμέτης
βαρύβρομος
βαρυβρώς
βαρύγδουπος
βαρυγέτας
βαρύγλωσσος
View word page
βαρύαρον
βᾰρῠ/-αρον· ἰσχυρόν, στερέμνιον, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βαρύαρον
Headword (normalized):
βαρύαρον
Headword (normalized/stripped):
βαρυαρον
IDX:
19389
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-19390
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βᾰρῠ/-αρον·</span> <span class="foreign greek">ἰσχυρόν, στερέμνιον,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}