Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βαρινακέδα
βαρῖνος
βάριον
βᾶρις
βαρισίκται
βαρίτης
βάριχοι
βαρκάζω
βαρκίων
βάρμος
βάρνακα
βάρναμαι
βάρος
βᾶρος
βαρουλκός
βάρπυργος
βαρύ
βαρυαής
βαρυαλγής
βαρυάλγητος
βαρύαρον
View word page
βάρνακα
βάρνακα· ἄγρια λάχανα δύσπλυτα, EM 291.46 (cf. βράκανα).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βάρνακα
Headword (normalized):
βάρνακα
Headword (normalized/stripped):
βαρνακα
IDX:
19379
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-19380
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βάρνακα·</span> <span class="foreign greek">ἄγρια λάχανα δύσπλυτα,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4099.tlg001:291:46" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4099.tlg001:291.46/canonical-url/"> <span class="title" style="font-style: italic;">EM</span> 291.46 </a> (cf. <span class="foreign greek">βράκανα</span>).</div><br><br>'}