Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βάρημα
βάρησις
βαρίβας
βαρίη
βαρινακέδα
βαρῖνος
βάριον
βᾶρις
βαρισίκται
βαρίτης
βάριχοι
βαρκάζω
βαρκίων
βάρμος
βάρνακα
βάρναμαι
βάρος
βᾶρος
βαρουλκός
βάρπυργος
βαρύ
View word page
βάριχοι
βάριχοι,
A). v. βάριον.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βάριχοι
Headword (normalized):
βάριχοι
Headword (normalized/stripped):
βαριχοι
IDX:
19375
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-19376
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βάριχοι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">βάριον.</span> </div> </div><br><br>'}