Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βαρέω
βάρηκες
βάρημα
βάρησις
βαρίβας
βαρίη
βαρινακέδα
βαρῖνος
βάριον
βᾶρις
βαρισίκται
βαρίτης
βάριχοι
βαρκάζω
βαρκίων
βάρμος
βάρνακα
βάρναμαι
βάρος
βᾶρος
βαρουλκός
View word page
βαρισίκται
βαρισίκται· οἱ μὴ γεννῶντες, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βαρισίκται
Headword (normalized):
βαρισίκται
Headword (normalized/stripped):
βαρισικται
IDX:
19373
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-19374
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βαρισίκται·</span> <span class="foreign greek">οἱ μὴ γεννῶντες,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}