Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
βάρδιστος
βάρδοι
βαρδύνω
βαρέω
βάρηκες
βάρημα
βάρησις
βαρίβας
βαρίη
βαρινακέδα
βαρῖνος
βάριον
βᾶρις
βαρισίκται
βαρίτης
βάριχοι
βαρκάζω
βαρκίων
βάρμος
βάρνακα
βάρναμαι
View word page
βαρῖνος
βαρῖνος
,
ὁ
,
A).
v.l. for
βάλαγρος
(q.v.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
βαρῖνος
Headword (normalized):
βαρῖνος
Headword (normalized/stripped):
βαρινος
IDX:
19370
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-19371
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βαρῖνος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v.l. for <span class="ref greek">βάλαγρος</span> (q.v.).</div> </div><br><br>'}