Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
βαρδῆν
βάρδιστος
βάρδοι
βαρδύνω
βαρέω
βάρηκες
βάρημα
βάρησις
βαρίβας
βαρίη
βαρινακέδα
βαρῖνος
βάριον
βᾶρις
βαρισίκται
βαρίτης
βάριχοι
βαρκάζω
βαρκίων
βάρμος
βάρνακα
View word page
βαρινακέδα
βαρινακέδα·
τὸν δούριον ἵππον,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
βαρινακέδα
Headword (normalized):
βαρινακέδα
Headword (normalized/stripped):
βαρινακεδα
IDX:
19369
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-19370
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βαρινακέδα·</span> <span class="foreign greek">τὸν δούριον ἵππον,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}