Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀθελξίνοος
ἀθεμείλιος
ἀθεμελίωτος
ἄθεμις
ἀθεμιστέω
ἀθεμιστία
ἀθεμίστιος
ἀθέμιστος
ἀθεμιτογαμία
ἀθεμιτομιξία
ἀθεμιτοποιός
ἀθεμιτουργία
ἀθεμιτοφαγέω
ἀθεμιτοφάγος
ἄθεος
ἄθεος
ἀθεότης
ἀθεραπεία
ἀθεραπευσία
ἀθεράπευτος
ἀθερηίς
View word page
ἀθεμιτοποιός
ἀθεμιτο-ποιός
,
όν
,
A).
infanda faciens,
Gloss.
ShortDef
infanda faciens
Debugging
Headword:
ἀθεμιτοποιός
Headword (normalized):
ἀθεμιτοποιός
Headword (normalized/stripped):
αθεμιτοποιος
IDX:
1936
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-1937
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀθεμιτο-ποιός</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">infanda faciens,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}