Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βάρακος
βάραξ
βάρβαξ
βαρβάρα
βαρβαρίζω
βαρβαρίκιον
βαρβαρικός
βαρβαρισμός
βαρβαριστί
βαρβαρόγλωσσος
βαρβαροκτόνος
βάρβαρος
βαρβαροστομία
βαρβαρότης
βαρβαροφωνέω
βαρβαρόφωνος
βαρβαρόω
βαρβαρώδης
βάρβιλος
βαρβιτίζω
βαρβιτιστής
View word page
βαρβαροκτόνος
βαρβᾰρο-κτόνος, ον,
A). slaughtering barbarians, Thom.Mag. p.141 R.


ShortDef

slaughtering barbarians

Debugging

Headword:
βαρβαροκτόνος
Headword (normalized):
βαρβαροκτόνος
Headword (normalized/stripped):
βαρβαροκτονος
IDX:
19345
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-19346
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βαρβᾰρο-κτόνος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">slaughtering barbarians,</span> Thom.Mag.<span class="bibl"> p.141 </span> R.</div> </div><br><br>'}