Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βαρακινῇσιν
βάρακος
βάραξ
βάρβαξ
βαρβάρα
βαρβαρίζω
βαρβαρίκιον
βαρβαρικός
βαρβαρισμός
βαρβαριστί
βαρβαρόγλωσσος
βαρβαροκτόνος
βάρβαρος
βαρβαροστομία
βαρβαρότης
βαρβαροφωνέω
βαρβαρόφωνος
βαρβαρόω
βαρβαρώδης
βάρβιλος
βαρβιτίζω
View word page
βαρβαρόγλωσσος
βαρβᾰρό-γλωσσος, ον,
A). = βαρβαρόφωνος , Sch. Lyc. 276 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βαρβαρόγλωσσος
Headword (normalized):
βαρβαρόγλωσσος
Headword (normalized/stripped):
βαρβαρογλωσσος
IDX:
19344
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-19345
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βαρβᾰρό-γλωσσος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">βαρβαρόφωνος</span> , Sch.<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Lyc.</span> 276 </span>.</div> </div><br><br>'}