Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βαπτιστής
βαπτός
βάπτρια
βάπτω
βάρα
βαραγχιάω
βάραγχος
βάραθρον
βάραθρος
βαραθρώδης
βαρακινῇσιν
βάρακος
βάραξ
βάρβαξ
βαρβάρα
βαρβαρίζω
βαρβαρίκιον
βαρβαρικός
βαρβαρισμός
βαρβαριστί
βαρβαρόγλωσσος
View word page
βαρακινῇσιν
βαρακινῇσιν· ἀκάνθαις, σκόλοψι, Hsch. βαρακίς· γλαύκινον ἱμάτιον, Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βαρακινῇσιν
Headword (normalized):
βαρακινῇσιν
Headword (normalized/stripped):
βαρακινησιν
IDX:
19334
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-19335
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βαρακινῇσιν·</span> <span class="foreign greek">ἀκάνθαις, σκόλοψι,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">βαρακίς·</span> <span class="foreign greek">γλαύκινον ἱμάτιον,</span> Id.</div><br><br>'}