Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βαπτίζω
βαπτικός
βάπτισις
βάπτισμα
βαπτισμός
βαπτιστήριον
βαπτιστής
βαπτός
βάπτρια
βάπτω
βάρα
βαραγχιάω
βάραγχος
βάραθρον
βάραθρος
βαραθρώδης
βαρακινῇσιν
βάρακος
βάραξ
βάρβαξ
βαρβάρα
View word page
βάρα
βάρα· νόσημά τι καρηβαρικόν, ἢ θρέμματα ( Lacon.), Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βάρα
Headword (normalized):
βάρα
Headword (normalized/stripped):
βαρα
IDX:
19328
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-19329
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βάρα·</span> <span class="foreign greek">νόσημά τι καρηβαρικόν, ἢ θρέμματα</span> ( Lacon.), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}