Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βαναυσικός
βάναυσος
βαναυσοτεχνέω
βαναυσουργέω
βαναυσουργία
βαναυσουργός
βανθῶσαι
βανωτός
βάξις
βᾶξον
βαπαίνει
βάπτης
βαπτίζω
βαπτικός
βάπτισις
βάπτισμα
βαπτισμός
βαπτιστήριον
βαπτιστής
βαπτός
βάπτρια
View word page
βαπαίνει
βαπαίνει· παρακαλεῖ, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βαπαίνει
Headword (normalized):
βαπαίνει
Headword (normalized/stripped):
βαπαινει
IDX:
19316
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-19317
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βαπαίνει·</span> <span class="foreign greek">παρακαλεῖ,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}