Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βαμβαλύζω
βαμβραδών
βαμβράσσει
βᾶμες
βάμμα
βάν
βανά
βαναυσία
βαναυσικός
βάναυσος
βαναυσοτεχνέω
βαναυσουργέω
βαναυσουργία
βαναυσουργός
βανθῶσαι
βανωτός
βάξις
βᾶξον
βαπαίνει
βάπτης
βαπτίζω
View word page
βαναυσοτεχνέω
βᾰναυσοτεχνέω, = sq., Str. 16.4.25 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βαναυσοτεχνέω
Headword (normalized):
βαναυσοτεχνέω
Headword (normalized/stripped):
βαναυσοτεχνεω
IDX:
19308
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-19309
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βᾰναυσοτεχνέω</span>, = sq., <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0099.tlg001.perseus-grc1:16:4:25" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0099.tlg001.perseus-grc1:16:4:25/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Str.</span> 16.4.25 </a>.</div><br><br>'}