Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
βαμβακεία
βαμβάκιον
βαμβακοειδής
βαμβάκτης
βάμβαλα
βαμβαλύζω
βαμβραδών
βαμβράσσει
βᾶμες
βάμμα
βάν
βανά
βαναυσία
βαναυσικός
βάναυσος
βαναυσοτεχνέω
βαναυσουργέω
βαναυσουργία
βαναυσουργός
βανθῶσαι
βανωτός
View word page
βάν
βάν
[ᾰ]
, Ep. for
ἔβαν, ἔβησαν,
3 pl. aor. 2 of
βαίνω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
βάν
Headword (normalized):
βάν
Headword (normalized/stripped):
βαν
IDX:
19303
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-19304
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βάν</span> <span class="pron greek">[ᾰ]</span>, Ep. for <span class="foreign greek">ἔβαν, ἔβησαν,</span> 3 pl. aor. 2 of <span class="foreign greek">βαίνω.</span> </div><br><br>'}