Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βαλώστιον
βάμβα
βαμβαίνω
βαμβακεία
βαμβάκιον
βαμβακοειδής
βαμβάκτης
βάμβαλα
βαμβαλύζω
βαμβραδών
βαμβράσσει
βᾶμες
βάμμα
βάν
βανά
βαναυσία
βαναυσικός
βάναυσος
βαναυσοτεχνέω
βαναυσουργέω
βαναυσουργία
View word page
βαμβράσσει
βαμβράσσει· ὀργίζεται, and βαμβρασμός· καχλασμός, Cyr.Dresd.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βαμβράσσει
Headword (normalized):
βαμβράσσει
Headword (normalized/stripped):
βαμβρασσει
IDX:
19300
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-19301
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βαμβράσσει·</span> <span class="foreign greek">ὀργίζεται,</span> and <span class="orth greek">βαμβρασμός·</span> <span class="foreign greek">καχλασμός,</span> Cyr.Dresd.</div><br><br>'}