Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βάλσαμον
βαλσαμῶδες
βαλώστιον
βάμβα
βαμβαίνω
βαμβακεία
βαμβάκιον
βαμβακοειδής
βαμβάκτης
βάμβαλα
βαμβαλύζω
βαμβραδών
βαμβράσσει
βᾶμες
βάμμα
βάν
βανά
βαναυσία
βαναυσικός
βάναυσος
βαναυσοτεχνέω
View word page
βαμβαλύζω
βαμβᾰλύζω,
A). v. βαμβαίνω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βαμβαλύζω
Headword (normalized):
βαμβαλύζω
Headword (normalized/stripped):
βαμβαλυζω
IDX:
19298
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-19299
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βαμβᾰλύζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">βαμβαίνω.</span> </div> </div><br><br>'}