Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
βαλσαμίνη
βάλσαμον
βαλσαμῶδες
βαλώστιον
βάμβα
βαμβαίνω
βαμβακεία
βαμβάκιον
βαμβακοειδής
βαμβάκτης
βάμβαλα
βαμβαλύζω
βαμβραδών
βαμβράσσει
βᾶμες
βάμμα
βάν
βανά
βαναυσία
βαναυσικός
βάναυσος
View word page
βάμβαλα
βάμβαλα·
χειμερινὰ ἱμάτια,
Hsch.
: in sg. also,
A).
=
τὸ αἰδοῖον
(Phryg.), Id.
βαμβάλειν·
τρέμειν, ψοφεῖν τοῖς χείλεσι,
Id.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
βάμβαλα
Headword (normalized):
βάμβαλα
Headword (normalized/stripped):
βαμβαλα
IDX:
19297
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-19298
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βάμβαλα·</span> <span class="foreign greek">χειμερινὰ ἱμάτια,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>: in sg. also, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">τὸ αἰδοῖον</span> (Phryg.), Id. <span class="orth greek">βαμβάλειν·</span> <span class="foreign greek">τρέμειν, ψοφεῖν τοῖς χείλεσι,</span> Id.</div> </div><br><br>'}