Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βαλσαμέλαιον
βαλσαμίνη
βάλσαμον
βαλσαμῶδες
βαλώστιον
βάμβα
βαμβαίνω
βαμβακεία
βαμβάκιον
βαμβακοειδής
βαμβάκτης
βάμβαλα
βαμβαλύζω
βαμβραδών
βαμβράσσει
βᾶμες
βάμμα
βάν
βανά
βαναυσία
βαναυσικός
View word page
βαμβάκτης
βαμβάκτης, ου, ,
A). highway, causeway, Cyr.Dresd.


ShortDef

highway, causeway

Debugging

Headword:
βαμβάκτης
Headword (normalized):
βαμβάκτης
Headword (normalized/stripped):
βαμβακτης
IDX:
19296
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-19297
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βαμβάκτης</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">highway, causeway,</span> Cyr.Dresd.</div> </div><br><br>'}