Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
βαλός
βαλσαμέλαιον
βαλσαμίνη
βάλσαμον
βαλσαμῶδες
βαλώστιον
βάμβα
βαμβαίνω
βαμβακεία
βαμβάκιον
βαμβακοειδής
βαμβάκτης
βάμβαλα
βαμβαλύζω
βαμβραδών
βαμβράσσει
βᾶμες
βάμμα
βάν
βανά
βαναυσία
View word page
βαμβακοειδής
βαμβᾰκοειδής
,
ές
,
A).
like cotton,
v. l. for
βομβυκ-,
Dsc.
3.16
.
ShortDef
like cotton
Debugging
Headword:
βαμβακοειδής
Headword (normalized):
βαμβακοειδής
Headword (normalized/stripped):
βαμβακοειδης
IDX:
19295
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-19296
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βαμβᾰκοειδής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">like cotton,</span> v. l. for <span class="foreign greek">βομβυκ-,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 3.16 </span>.</div> </div><br><br>'}