Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
βαλλωτή
βαλμός
βαλός
βαλσαμέλαιον
βαλσαμίνη
βάλσαμον
βαλσαμῶδες
βαλώστιον
βάμβα
βαμβαίνω
βαμβακεία
βαμβάκιον
βαμβακοειδής
βαμβάκτης
βάμβαλα
βαμβαλύζω
βαμβραδών
βαμβράσσει
βᾶμες
βάμμα
βάν
View word page
βαμβακεία
βαμβᾰκ-εία
,
ἡ
,
βαμβᾰκ-κεύτρια
,
ἡ
,
A).
=
φαρμακεία, -κεύτρια
,
Hsch.
:
βάμβᾰκος
,
ὁ
, =
φαρμακός
(Cilic.),
AB
85
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
βαμβακεία
Headword (normalized):
βαμβακεία
Headword (normalized/stripped):
βαμβακεια
IDX:
19293
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-19294
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βαμβᾰκ-εία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <span class="orth greek">βαμβᾰκ-κεύτρια</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">φαρμακεία, -κεύτρια</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>: <span class="orth greek">βάμβᾰκος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, = <span class="ref greek">φαρμακός</span> (Cilic.), <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AB</span> 85 </span>.</div> </div><br><br>'}